αλυχτάω

αλυχτάω
αλυχτάω / αλυχτώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), αλύχτησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλυχτώ — αλυχτάω / αλυχτώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αλύχτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γαβγίζω — και γαβλίζω (Μ γαβγίζω) 1. αλυχτάω (αποδίδεται στη φωνή του σκύλου) νεοελλ. 1. φρ. α) «ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει» γι΄ αυτόν που υποστηρίζει το αφεντικό του ή τον προστάτη του β) «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει» αυτός που φωνάζει ή είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”